Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετόπιν — (Α) επίρρ. μετόπισθεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + θ. οπι (πρβλ. ὄπι σθεν) + ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) πρβλ. κατ όπιν] … Dictionary of Greek
μετόπιν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)